Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είμαι κλινήρης

  • 1 режим

    режим м 1) (распорядок) η διάταξη; \режим питания η δίαιτα 2) (государственный строй) το καθεστώς 3): соблюдать постельный \режим είμαι κλινήρης
    * * *
    м
    1) ( распорядок) η διάταξη

    режи́м пита́ния — η δίαιτα

    2) ( государственный строй) το καθεστώς
    3)

    соблюда́ть посте́льный режи́м — είμαι κλινήρης

    Русско-греческий словарь > режим

  • 2 вылежать

    вылежать
    сов εἶμαι κατάκοιτος, μένω στό κρεββάτι, εἶμαι κλινήρης.

    Русско-новогреческий словарь > вылежать

  • 3 постель

    постел||ь
    ж τό κρεββάτι, ἡ κλίνη, ἡ στρωμνή:
    лежать в \постельи (о больном) εἶμαι κλινήρης, εἶμαι κρεββατωμένος· слечь в \постель πέφτω στό κρεββάτι, κατακλι-νομαι· убрать \постель στρώνω τό κρεββάτι.

    Русско-новогреческий словарь > постель

  • 4 постельный

    посте́льные принадле́жности — τα κλινοσκεπάσματα

    посте́льное бельё — τα ασπρόρουχα

    быть на посте́льном режи́ме — είμαι κλινήρης

    Русско-греческий словарь > постельный

  • 5 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

См. также в других словарях:

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»